Με σχεδόν όλο το ρόστερ στην αποστολή (βαρέθηκε ο ρέφερι να μετράει δελτία) και με τον κόσμο να δίνει παλμό από το πρώτο σφύριγμα (βοήθησε μάλλον και το τσίπουρο), μπήκαμε ορεξάτοι στο γήπεδο και με καλή κυκλοφορία της μπάλας κάναμε αυτό που ξέρουμε πολύ καλά: δεχθήκαμε γκολ και από το 17' βρεθήκαμε να κυνηγάμε στο σκορ. Κουσιάντζα είσαι.
Παρόλα αυτά δεν απογοητευτήκαμε, βγήκαμε μπροστά, χάσαμε ευκαιρίες, χάσαμε και την υπομονή μας αρκετές φορές με κάποια φαλτσοσφυρίγματα και τελικά το πρώτο φετινό γκολ ήρθε από τον Κάγκουρα στο 61' με τρομερό βολέ στην κίνηση. Επειδή όμως τρώγοντας λένε έρχεται η όρεξη, συνεχίσαμε στο ίδιο τέμπο και στο 79' ο Νικβάλ με προβολή από κοντά έστειλε τη μπάλα να αναπαυθεί για δεύτερη φορά στα αντίπαλα δίχτυα, μέσα σε έξαλλους πανηγυρισμούς σε χορτάρι και σίτα.
Χωρίς να ζοριστούμε ιδιαίτερα όσο πλησίαζε το ματσάκι στα χασομέρια, περιμέναμε απλώς τον χρόνο να κυλήσει και το τελικό σφύριγμα να ακουστεί για να γίνει χαμός, όμως λογαριάζαμε χωρίς τον ξενοδόχο, αφού στο 89' ο ρέφερι είδε(?) πέναλτι σε μια αναμπουμπούλα στην περιοχή μας και μάλιστα απέβαλλε και τον Ξέρακιτς για διαμαρτυρία.
Και αφού μετά από κανένα τρίλεπτο ηρέμησαν τα πνεύματα, ο Μίλτος στήθηκε κάτω απ' τα γκολπόστ, κοίταξε στα μάτια τον αντίπαλο με αυτό το τσαχπίνικο βλέμμα του, τον άγχωσε, εκείνος πήρε φόρα, εκτέλεσε και η μπάλα έφυγε ψηλά άουτ. Οι στιγμές που ακολούθησαν είναι αδύνατο να περιγραφούν γραπτώς, αφού τέτοιο ξέσπασμα ούτε στα γκολ δεν είχαμε, με τον Μιλτιάδη να χάνεται στις αγκαλιές των υπολοίπων.
Το τελικό σφύριγμα ήρθε, οι παίκτες έτρεξαν στον κόσμο και όλοι μαζί τραγούδησαν συνθήματα και φώναξαν για τον Μαέστρο, στη μνήμη του οποίου και αφιέρωσαν τη νίκη.