Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024

Ο Αγιος Ευστάθιος



 Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2024 γιορτάζουν 

Ο άγιος Ευστάθιος και η αγία Θεοπίστη. 

Το άγιο αυτό ανδρόγυνο, με τα δυο τους παιδιά, Αγάπιο και Θεόκτιστο, ανήκουν -σε μια απ’ τις πολλές- άγιες οικογένειες μαρτύρων.

(Αυτή την οικογένεια θέλουμε να γνωρίσουμε, να ζηλέψουμε και να προσπαθήσουμε να μιμηθούμε σ’ αυτή τη ζωή μας και στην άλλη ν’ αξιωθούμε να ζήσουμε μαζί τους.)

Ο Ρωμαίος  στρατηλάτης Ευστάθιος ζει στα χρόνια του αυτοκράτορα Τραϊανού. Πλουτισμένος με πολλές αρετές, χαρίσματα, εξυπνάδα και σωματική δύναμη, προσφέρει στο Ρωμαϊκό στρατό νίκες κι ανδραγαθήματα. Κατάγεται από ευγενείς και πλούσιους γονείς σε υλικά αγαθά και είναι στολισμένος με πολλές αρετές. Το όνομά του είναι Πλακίδας κι όμοια μ’ αυτόν είναι και η γυναίκα του Τατιανή.

 Γνωστός για τις ελεημοσύνες του στους ανθρώπους, μα, και σ’ εκείνον που ξέρει τα κρύφια των καρδιών μας. Του αποκαλύπτεται ο Χριστός  μια μέρα στο δάσος, που βγαίνει να κυνηγήσει. Κυνηγά ένα όμορφο ελάφι, κουράζεται, ιδρώνει, πεισματώνει με την ταχύτητά του, μα, δεν παραιτείται του στόχου του.  Καταδιώκοντάς το, φτάνει σε μια χαράδρα, το ελάφι πηδά και το άλογό του είναι αδύνατο να κατορθώσει το ίδιο πήδημα και να σταθεί στην απέναντι πλευρά της χαράδρας. Την ώρα που κοιτάζει το ελάφι, απογοητευμένος για την αποτυχία του, βλέπει, ανάμεσα στα κέρατά του, ένα ολόλαμπρο σταυρό με την μορφή του εσταυρωμένου πάνω του. Συγχρόνως – ως άλλος Παύλος- ακούει φωνή, που του λέγει: « Πλακίδα, τι με διώκεις; Εγώ είμαι ο Ιησούς Χριστός, που χωρίς να γνωρίζεις, λατρεύεις με τα έργα σου. Οι ελεημοσύνες, που κάνεις στους φτωχούς, είναι γνωστές  σ΄ εμένα, γι’ αυτό ήρθα να σε συλλάβω στα δίχτυα της φιλανθρωπίας μου. Δεν είναι δίκαιο άνθρωπος, όπως εσύ, να μη γνωρίζεις την αλήθεια και να λατρεύεις κωφά κι αναίσθητα είδωλα. Πήγαινε να βαπτιστείς κι έλα πάλι να με συναντήσεις.»

 Έντρομος τότε ο Πλακίδας πέφτει προύμυτα και μένει αρκετή ώρα αναίσθητος. Σαν συνέρχεται και πάλι, ρωτά να μάθει ποιος του μιλά. « Είμαι ο Χριστός, του λέγει και πάλι η ίδια φωνή, που δημιούργησα τον κόσμο κι έπλασα εκ του μηδενός τον άνθρωπο. Για τη σωτηρία του ήρθα στη γη, ως άνθρωπος σταυρώθηκα, θάφτηκα και αναστήθηκα την Τρίτη μέρα.»

 Ο Πλακίδας  Τον πιστεύει με την καρδιά του και σαν επιστρέφει στο σπίτι του, διηγείται, στη γυναίκα του και στα παιδιά του, το όραμά του. Αποφασίζουν όλοι μαζί να γίνουν χριστιανοί,  βαπτίζονται και παίρνει το όνομα Ευστράτιος, η γυναίκα του Θεοπίστη και τα αγόρια τους Αγάπιος και Θεόκτιστος. Κοινωνούν το σώμα και το αίμα του Χριστού για πρώτη φορά κι ο Ευστράτιος τρέχει στο ίδιο μέρος που άκουσε τη φωνή του Χριστού, να τον συναντήσει και πάλι, όπως του είχε πει.

Πέφτει προύμυτα, κλαίει και φωνάζει: « Πιστεύω, Κύριε, φανέρωσέ μου, όσα μου υποσχέθηκες.» Κι ενώ, όπως πολλοί πιστοί νομίζουμε, ότι δεν πρέπει να έχουμε δυσκολίες και πειρασμούς στη ζωή μας, αφού πιστεύουμε κι εφ’ όσον έχουμε Θεό Παντοδύναμο, που μπορεί να εξουδετερώσει τα τεχνάσματα του διαβόλου, ο Ευστάθιος πληροφορείται από το Θεό το αντίθετο. «Ο πειρασμός, του λέει, δε θα πάψει να σε πολεμά με σκοπό ν’ αρνηθείς την πίστη σου. Θα πάθεις όσα ο Ιώβ έπαθε αλλά θα τον νικήσεις.» Αν είναι δυνατόν, Κύριε, να μην δοκιμάσω αυτούς τους πειρασμούς, ή αν τούτο δε γίνεται, δος μου δύναμη να φυλάξω τα προστάγματά σου και στερέωσέ με στην πίστη μου.»  « Ανδρίζου, Ευστάθιε, κι αγωνίζου, ήταν η απάντηση του Κυρίου. Η χάρη μου δε θα σε εγκαταλείψει.»

Σαν μαθαίνει τα δυσάρεστα, η καλή του Θεοπίστη, κράζει απ’ τα βάθη της καρδιάς της. Το θέλημα του Κυρίου ας γίνει.

Ας σταθούμε για λίγο σ’ αυτό το σημείο, να θαυμάσουμε το μόλις σήμερα  χριστιανικό ζευγάρι. Δεν έχουν εμπειρίες χριστιανικές, όπως δεν έχουν κι απαιτήσεις απ’ τον αληθινό Θεό, δεν παραπονιούνται. Θα μπορούσαν ανθρώπινα να διαμαρτυρηθούν: Γι’ αυτό γίναμε χριστιανοί; Γι’ αυτό αρνηθήκαμε την πίστη των προγόνων μας; Θεός είσαι. Μαζί σου είμαστε τώρα. Γιατί δε βοηθάς; Γιατί δεν αποτρέπεις τα εμπόδια; Γιατί δεν απομακρύνεις τις δυσκολίες; Γιατί, τέλος πάντων, δεν εξουδετερώνεις και δεν εξευτελίζεις αυτόν, τον ίδιο, τον διάβολο, που θα φέρει αυτούς τους πειρασμούς. Τι Θεός είσαι; Δε μπορείς; Αφού μπορείς. Γιατί δεν το κάνεις;

Όχι. Κανένα απ’ αυτά τα ερωτηματικά δε βγήκε απ’ το στόμα τους,  απ’ την σκέψη τους. Απ’ την καρδιά τους, μόνο: « Γεννηθήτω το θέλημά Σου.»

Και οι συμφορές δεν αργούν να ρθουν. Λίγες μέρες αργότερα πεθαίνουν οι άνθρωποι του σπιτιού τους από λοιμώδη νόσο και στη συνέχεια τα ζώα ψοφούν.

Ο Ευστάθιος προσεύχεται και για ν’ αλλάξουν παραστάσεις, να χαρούν λίγο, να ξεχάσουν όσο γίνεται τη συμφορά τους, παίρνει την οικογένειά του και πηγαίνει στην εξοχή. Στο διάστημα της απουσίας τους, κλέφτες πηγαίνουν στο σπιτικό τους, το αδειάζουν και μένουν με τα ρούχα που φορούν.  Από πλούσιοι κι ευκατάστατοι γίνονται πάμφτωχοι κι αξιοδάκρυτοι. Ντρέπονται τώρα να κυκλοφορούν στη Ρωμαϊκή κοινωνία και για να αποφύγουν την ντροπή αναχωρούν κρυφά απ’ τον αυτοκράτορα για τα Ιεροσόλυμα, στον  τόπο που έζησε ο Χριστός, τόπο που θα τους έδινε ουράνια παρηγοριά.

Φτάνουν στην Αίγυπτο κι εδώ τους περιμένει μεγαλύτερη συμφορά. Ο καπετάνιος που τους μεταφέρει με το πλοίο ζητά περισσότερα ναύλα απ’ ότι πρέπει. Η Θεοπίστη είναι όμορφη, του αρέσει και την κρατά για δική του, αντί των χρημάτων, αφού  κατάλαβε,  πως ο άνδρας της είναι πάμφτωχος.

Ο άγιος με δάκρυα στα μάτια παίρνει τα δυο του παιδιά κι αφήνει, παρά τη θέλησή του, την αγαπημένη του γυναίκα να σπαράζει και να θρηνεί. Προσεύχεται, παρακαλά, κλαίει.

Ο διάβολος λυσσά και μαίνεται και δε χορταίνει ώσπου να κάνει τον Ευστράτιο να λυγίσει ν’ αρνηθεί την πίστη που διάλεξε. Απ’ την άλλη μεριά ο Χριστός επιτρέπει… Κι ο πόνος μεγαλώνει. Με τα δυο του παιδιά φτάνει στην όχθη ενός ποταμού, που τα νερά του είναι αδύνατον να διασχίσουν τα παιδάκια. Αφήνει τότε το ένα στην όχθη, παίρνει αγκαλιά το δεύτερο να το περάσει αντίπερα και επιστρέφοντας να πάρει και το άλλο. Μα, καθώς επιστρέφει και είναι στο μέσον του ποταμού, βλέπει πως το αρπάζει ένα λιοντάρι και γυρίζοντας, αντικρίζει το άλλο του παιδί στο στόμα  ενός λύκου. Το κακό ολοκληρώνεται.

Ο νέος, πολύπαθος Ιώβ, διαλυμένος απ τον πόνο, παίρνει μόνος  το δρόμο με μοναδικό στήριγμα την πίστη και την ελπίδα στο έλεος και την αγάπη  του Θεού. Ο άλλοτε ένδοξος στρατηλάτης πηγαίνει τώρα από τόπο σε τόπο αναζητώντας εργασία για να ζει. Στην πόλη Βάδισο μένει 15 χρόνια ως φύλακας οπορωφόρων δέντρων. Εκεί τον βρίσκουν απεσταλμένοι του αυτοκράτορα, που τον ψάχνουν ως ικανότατο στρατηγό, για να σώσει τη Ρώμη στον πόλεμο εναντίων των βαρβάρων.

Ξαναπαίρνει τους πρότερους τίτλους την περιουσία του, και την αρχηγία του Ρωμαϊκού στρατού. Στον πόλεμο αυτό στρατολογούνται και τα δυο του παιδιά, που το ένα έσωσαν βοσκοί και το άλλο γεωργοί απ’ τα στόματα των θηρίων. Ο Ευστάθιος θαυμάζει τη λεβεντιά τους και τα χαρίσματά τους και τους κάνει ομοτράπεζους. Πολεμώντας καταλαμβάνει και την πόλη, όπου ζει η Θεοπίστη. Ο πονηρός όμως καπετάνιος δεν πρόλαβε να χαρεί την όμορφη Θεοπίστη, γιατί βαριά αρρώστησε και πέθανε σε λίγες μέρες. Έτσι, η Θεοπίστη έμεινε στον τόπο αυτό ελεύθερη και  μόνη…

 Οδηγούμενος απ’ την πρόνοια του Θεού, στήνει τη σκηνή στην αυλή του σπιτιού της γυναίκας του. Η μάνα, Θεοπίστη, ακούει μια μέρα τις φρικιαστικές παιδικές αναμνήσεις των παιδιών,  υποψιάζεται πως είναι τα δικά της παιδιά,  παρουσιάζεται στον αρχιστράτηγο  να τα αναζητήσει και αναγνωρίζει προς μεγάλη της έκπληξη τον άνδρα της. Ενώνει, έτσι, μετά από τόσα χρόνια δοκιμασίας η πρόνοια και η αγάπη του Θεού την ευλογημένη αυτή  οικογένεια, που με τη σειρά της, τώρα ,Τον δοξολογεί ακατάπαυστα.

Επιστρέφοντας νικητής στη Ρώμη, πληροφορείται το θάνατο του Τραϊανού και την διαδοχή του θρόνου από τον ανεψιό του Αδριανό. Αυτός διοργανώνει επινίκιους εορτασμούς και καλεί τον άγιο να προσφέρουν ευχαριστήριες θυσίες στους  θεούς. Εκείνος αποδίδει τις νίκες και την ανεύρεση της οικογένειάς του στο Χριστό κι αρνείται τις θυσίες. Εξοργίζεται ο Αδριανός και διατάζει να απολύσουν εναντίον της οικογένειας αυτής ένα πεινασμένο λιοντάρι. Αυτό όχι μόνο δεν τους κατασπαράζει, μα, σκύβει το κεφάλι, τους προσκυνά κι αναχωρεί. Ο θυμός κάνει τον ίδιο  τον Αδριανό θηρίο. Παραγγέλλει ένα χάλκινο ομοίωμα βοδιού, το πυρακτώνει και ρίχνει την πολύπαθη αγία οικογένεια σ’ αυτό.

«Δώσε Κύριε, προσεύχεται ο άγιος,  να διαφυλαχθούν τα σώματά μας από τη φωτιά και να αξιωθούν να ενταφιαστούν όλα μαζί σ’ ένα τάφο. Όσοι δε μας επικαλούνται, να έχουν θέση στη βασιλεία των ουρανών και εάν κινδυνεύουν σε θάλασσα ή ποταμό  να ‘χουν τη βοήθειά μας.» Φωνή εκ του ουρανού ακούγεται: « Θα γίνει ό,τι ζητάτε και πολύ περισσότερα, γιατί υποφέρατε πολλές θλίψεις με μοναδική υπομονή και γενναιότητα. Για τα κακοπαθήματά σας στη γη θα απολαύσετε στην ουράνιο πατρίδα την αιώνιο χαρά και τους αμάραντους στεφάνους για τον αγώνα σας.

Μετά τρεις μέρες ανοίγουν οι ειδωλολάτρες το χάλκωμα, βρίσκουν τα σώματα των αγίων ανέπαφα από τη φωτιά κι αναφωνούν: « Μέγας ο Θεός των χριστιανών.»

Ο Αδριανός ντροπιασμένος και θυμωμένος φεύγει.  Οι χριστιανοί βρίσκουν την ευκαιρία και παίρνουν τα άγια λείψανα προς ενταφιασμό. Η εκκλησία μας τιμά τη μνήμη τους, κάθε έτος, στις 20 Σεπτεμβρίου.